ἀπομεῖναν

ἀπομεῖναν
ἀπό-μένω
stay
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απολυσώνας — κ. σιώνας, ο 1. χώρος όπου βόσκουν ελεύθερα τα πρόβατα ή άλλα ζωντανά 2. ελευθερία να μαζέψει κανείς τις ελιές που απόμειναν στο λιοστάσι 3. ελευθερία βοσκής 4. ελεύθερη διαβίωση, ασυδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόλυση + (παραγωγική κατάλ.) ώνας] …   Dictionary of Greek

  • απομένω — (AM ἀπομένω) υπολείπομαι μσν. 1. παραμένω, μένω πίσω 2. μένω ζωντανός 3. διατηρούμαι 4. μένω ακίνητος 5. πεθαίνω ξαφνικά 6. καταντώ 7. υπομένω νεοελλ. 1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους») 2. μένω με το… …   Dictionary of Greek

  • καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • Σκορδύλης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Μαρίνος Σ., από τους πρώτους που μετοίκησαν στο νησί από την Κωνσταντινούπολη επί Αλέξιου Γ’. Μέλη της οικογένειας ήταν επικεφαλής διάφορων επαναστάσεων εναντίον των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”